θερμιδικός

θερμιδικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θερμίδα
2. φυσιολ. φρ. «θερμιδική αξία» — η ποσότητα τών μεγάλων θερμίδων που παρέχονται από ένα είδος διατροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμίδα. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. calorific].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”